- ἐπαυχενίζων
- ἐπί-αὐχενίζωcut the throat ofpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαυχενίζω — ἐπαυχενίζω (Α) κρέμομαι από τον αυχένα κάποιου, βρίσκομαι στον αυχένα («ἐπαυχενίζων τοῡ βασιλέως», ΠΔ) … Dictionary of Greek